διέ

English (LSJ)

Thessalian, = διά, IG 9(2).517.16 (Larisa).

Spanish (DGE)

v. δείδω, διά.

Greek Monolingual

διέ, ο (Μ)
αξιωματούχος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.