διέδεξε

English (LSJ)

v. διαδείκνυμι.

Spanish (DGE)

v. διαδείκνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. διαδείκνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

διέδεξε: ἴδε ἐν λ. διαδείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

διέδεξε: impers. Her. 3 л. sing. aor. к διαδείκνυμι.