διαβεβαίωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, assurance, δοῦναι, ἐργάζεσθαι, ib.24,35; asseveration, Hdn.Fig.p.96S.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 seguridad, confirmación ὁ τῶν φαινομένων λόγος [ἔδ] ωκε διαβεβ[αίωσι] ν Phld.Sign.24.36, cf. 35.35, Eus.M.22.901B, Basil.M.29.260C.
2 ret. afirmación resuelta, aseveración contundente Hdn.Fig.p.96.

Greek (Liddell-Scott)

διαβεβαίωσις: -εως, ἡ, ἰσχυρὰ βεβαίωσις, Γλωσσ.

German (Pape)

ἡ, Versicherung, Bestätigung, Sp.