διαβιβασμός

English (LSJ)

ὁ, Gramm., transitive force, A.D.Pron.113.21.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
gram. transición de la acción del verbo a otras pers. o cosas αἱ πλάγιοι σύνταξιν ποιοῦνται ἐν διαβιβασμῷ προσώπων πρὸς τὴν εὐθεῖαν A.D.Pron.113.21.

Greek (Liddell-Scott)

διαβιβασμός: ὁ, ἡ διαβίβασις, μεταβίβασις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 404Β.

German (Pape)

ὁ, das Hinüberbringen, Apoll.Dysc. pron. 404b.