διαβολοσκόρπισμα

Greek Monolingual

το 1. αυτό που εξαφανίζεται, που εξανεμίζεται
2. παροιμ. «ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα» — χάνονται, σκορπίζονται αυτά που άνομα αποκτήθηκαν.