διαγνωστός

English (LSJ)

διαγνωστή, διαγνωστόν, to be distinguished, Gal.8.940.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
reconocible, identificable διαφορὰ ... αἰσθήσει δ. Gal.8.683, cf. 940, ἡ συστολή Gal.9.466, σημεῖα Basil.Ep.204.2.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνωστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ ἢ διαγνώσῃ, Γαλην., Βασίλ. 3. 303.

Greek Monolingual

διαγνωστός, -ή, -όν (Α) διαγιγνώσκω
αυτός που μπορεί κανείς να διακρίνει ή να διαγνώσει.