διαγραφεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A one who makes a διάγραμμα: at Athens, one who drew up a register of taxable properties, Harp. s.v. διάγραμμα.
2 describer, ἠθῶν δ. Marcellin.Vit. Thuc.51.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 escritor ἠθῶν δ. Marcellin.Vit.Thuc.51.
2 registrador de propiedades tasables, Hyp.Fr.152, cf. Harp.s.u. διάγραμμα, Sud.s.u. διάγραμμα.

Greek (Liddell-Scott)

διαγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ ποιῶν διάγραμμα· ἐν Ἀθήναις, ὁ καταστρώνων διάγραμμα οἰκονομικὸν ἢ τῶν φόρων, Ἁρπ. ἐν λ. διάγραμμα ΙΙ. 2) ὁ περιγράφων, ἠθῶν δ. Μαρκελλῖν. ἐν βίῳ Θουκ. σ. XVI Bekk.

Greek Monolingual

διαγραφεύς, ο (Α)
1. αυτός που περιγράφει
2. αυτός που κάνει διάγραμμα και, ιδιαίτερα στην Αθήνα, αυτός που καταστρώνει οικονομικό διάγραμμα ή διάγραμμα τών φόρων.

German (Pape)

ὁ, der ein διάγραμμα macht; in Athen der, welcher das Schema zu Kriegs- und anderen Steuern macht, Böckhs Staatsh. I S. 169 II.70.