διαειμένος

English (LSJ)

pf. part. Pass. of διΐημι.

Spanish (DGE)

v. διΐημι.

Greek (Liddell-Scott)

διαειμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διΐημι.

Greek Monotonic

διαειμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του διΐημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαειμένος ptc. perf. med. van διίημι.