διαζωτικός

English (LSJ)

διαζωτική, διαζωτικόν, vital, ἰδίωμα Procl.in Prm.p.576S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν vital ἰδίωμα Procl.in Prm.746.

Greek (Liddell-Scott)

διαζωτικός: -ή, -όν, διατηρητικὸς τῆς ζωῆς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 576 (Stallb.)