διαζώστρα

English (LSJ)

ἡ, = διάζωμα 1, Pers.Stoic.1.100; condemned by Hermog.Meth.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 faldellín ὀρχηστρίδες ... ἐν ταῖς διαζώστραις γυμναὶ ὠρχοῦντο Pers.Stoic.Fr.Hist.4, cf. A.Paul.et Thecl.33, como palabra de uso incorrecto por διάζωμα Hermog.Meth.3.
2 cadena glos. a μασχαλιστήρ Sch.A.Pr.69H.

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, Schaamgürtel, Persaeus bei Ath. XIII, 607 c.

Greek (Liddell-Scott)

διαζώστρα: ἡ, = διάζωμα Ι. 1, Περσαῖος παρ’ Ἀθην. 607C.

Greek Monolingual

η (Α διαζώστρα) διαζωννύω
1. η ζώνη
2. το διάζωμα.