διαθροίζω

English (LSJ)

collect, Gal.12.185.

Spanish (DGE)

1 tr. reunir, recaudar χρυσίον ... διαθροίσαντες Lyd.Mag.3.35.
2 en v. med., intr. reunirse, concentrarse βραχύ τι σχεῖν τῆς διαθροιζομένης οὐσίας Gal.12.185.

German (Pape)

[Seite 579] versammeln, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διαθροίζω: συναθροίζω, Γαλην. 13. 251.