adorn, Hsch. s.v. πρῷρα (Pass.).
adornar en v. pas. στολὴ διακεκαλλωπισμένη τὰς ὄψεις Hsch.s.u. πρῷρα.
διακαλλωπίζω: καθ’ ὑπερβολὴν καλλωπίζω, Ἡσύχ.