διακαλλωπίζω

English (LSJ)

adorn, Hsch. s.v. πρῷρα (Pass.).

Spanish (DGE)

adornar en v. pas. στολὴ διακεκαλλωπισμένη τὰς ὄψεις Hsch.s.u. πρῷρα.

Greek (Liddell-Scott)

διακαλλωπίζω: καθ’ ὑπερβολὴν καλλωπίζω, Ἡσύχ.