διακεντητέον

English (LSJ)

one must pierce, puncture, Herod.Med. in Rh.Mus.58.85, Gp.17.19.2.

Spanish (DGE)

cirug. hay que punzar (τὰς φλυκταίνας) Anon.Med.Acut.Chron.5.3.11, τὴν σάρκα τὴν περὶ τοὺς ὄνυχας δ. ὥστε ἀφαιμάξαι Gp.17.19.2, cf. Anat.Bub.19.2.