διακερτομέω

English (LSJ)

strengthened for κερτομέω, to mock at, D.C.43.20.

Spanish (DGE)

burlarse, mofarse de τὴν παρὰ τῷ τῆς Βιθυνίας βασιλεύσαντι διατριβὴν ... διεκερτόμησαν D.C.43.20.2.

German (Pape)

[Seite 581] verspotten, D. Cass. 43, 20.

Greek (Liddell-Scott)

διακερτομέω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ κερτομέω, περιπαίζω, ἐμπαίζω, περιγελῶ, Δίων Κ. 43. 20.