διακεχωρισμένος

Greek (Liddell-Scott)

διακεχωρισμένος: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διαχωρίζω, σαφῶς, ἀκριβῶς, Σουΐδ. ἐν λ. διακεκριμένως.