διακλώθω

Greek (Liddell-Scott)

διακλώθω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ κλώθω, Γρηγ. Ναζ. 1. 368.

Spanish (DGE)

tejer en v. pas. βύσσος διακεκλωσμένη Gr.Naz.M.35.1052B.