διακρύπτω
English (LSJ)
strengthened for κρύπτω, D.L.4.16:—Med., Poll.6.209.
Spanish (DGE)
1 ocultar ἐν τοῖς στενωποῖς διέκρυπτεν ocultaba (dinero) en las callejuelas D.L.4.16, τί διακρύπτεις τὴν τόλμαν; Chrys.M.54.610
•enterrar (καλεῖν) καταχθόνιον δὲ τὸ διακεκρυμμένον ἤδη τοῦ σώματος Gr.Nyss.M.46.72A.
2 en v.med. ocultarse c. ac. ὡς λάθρᾳ καὶ διακρυψάμενοι τούτους ἐπράττομεν ταῦτα que furtivamente y ocultándonos de ellos hicimos estas cosas D.41.17, cf. Poll.6.209.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
διακρύπτω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ κρύπτω, Πολυδ. Ζ’, 209, Διογ. Λ. 4.16.
Russian (Dvoretsky)
διακρύπτω: тщательно скрывать, глубоко прятать (τι ἔν τινι Diog. L.).