διαλελαμμένος
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.
part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.
διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.