διαληπτικός

English (LSJ)

διαληπτική, διαληπτικόν, forming a judgement, ἐπίστασις M.Ant.10.8, cf. Epicur.Nat.50 G.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que distingue con precisión τρόπος Epicur.Fr.[34.22] 10, ἐπίστασις M.Ant.10.8, λόγος Epiph.Const.Haer.76.38.2
explicativo en análisis exegéticos, Epiph.Const.Anc.54.

German (Pape)

[Seite 587] ή, όν, unterscheidend, sorgfältig betrachtend, M. Anton. 10, 8.

Greek (Liddell-Scott)

διαληπτικός: -ή, -όν, πραγματευόμενος ἀκριβῶς περί τινος, Μ. Ἀντων. 10. 8.