διαλλακτικός

English (LSJ)

διαλλακτική, διαλλακτικόν, inclined to mediate, D.H.7.34.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
inclinado a hacer de mediador, tendente a la mediación, pacificador δόξας μέτριος ὀργὴν εἶναι καὶ διαλλακτικός D.H.7.34, (θυσίαι) διαλλακτικαί (sacrificios) que apaciguan (a los dioses), Sud.s.u. θυσία.

German (Pape)

[Seite 587] ή, όν, zur Versöhnung geneigt, Dion. Hal. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

διαλλακτικός: -ή, -όν, κλίνων ἢ ἐπιτήδειος πρὸς διαλλαγὴν, συμφιλιωτικός, Διον. Ἁλ. 7. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαλλακτικός, -ή, -όν) διαλλάσσω
συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός.