διαμετρικός

English (LSJ)

ή, όν, diagonal: (ἀριθμοί) the numerators of the successive convergents to [root]2 expressed as a continued fraction, Theol.Ar.3.59; cf. πλευρικός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 geom. diagonal τριγωνικὰ καὶ ἑξαγωνικὰ καὶ διαμετρικὰ σχήματα figuras triangulares, hexagonales y diagonales Vett.Val.67.11, cf. Iambl.in Nic.72, Procl.in R.2.28, Theol.Ar.59, Theo Sm.43.
2 adv. -ῶς astrol. diagonalmente ref. la posición de un astro εἰ ὁ Ἄρης ἴδοι τετραγωνικῶς ἢ δ. Vett.Val.372.31, cf. 373.9, Procl.in Ti.3.149.10.

German (Pape)

[Seite 590] ή, όν, diametrisch, Theol. Arithm.

Greek (Liddell-Scott)

διαμετρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν διάμετρον ἢ διαγώνιον, Θεολ. Ἀρ. 3 καὶ 59.

Greek Monolingual

-ή, -ό διάμετρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάμετρο
2. αυτός που κείται κατά τη διεύθυνση της διαμέτρου.