διαναγκασμός

English (LSJ)

ὁ, = διανάγκασις (reduction) ; machine for this purpose, Hp. Art. 47.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cirug. operación de reducción ἡ κατασκευὴ τοῦ διαναγκασμοῦ Hp.Art.47.

German (Pape)

[Seite 591] ὁ, das Einrenken eines Gliedes, auch ein Instrument dazu. Hippocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαναγκασμός -οῦ, ὁ [διαναγκάζω] het doordrukken, het zetten, het terugzetten (van een bot).

Greek (Liddell-Scott)

διᾰναγκασμός: ὁ, = τῷ προηγ. καὶ τὸ πρὸς τοῦτο ἐργαλεῖον, πρβλ. ἀρθρέμβολα, Ἱππ. Ἄρθρ. 812.