διαναπνοή

English (LSJ)

ἡ, breathing through, Gal.18 (2).899.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ respiración Gal.18(2).899.

Greek (Liddell-Scott)

διαναπνοή: ἡ, τὸ πνέειν διὰ μέσου, Γαλην. 12, 105.