διαξυράομαι

English (LSJ)

Med., shave oneself, Arr.Epict.1.2.29.

Spanish (DGE)

afeitarse Arr.Epict.1.2.29bis.

German (Pape)

[Seite 593] sich rasiren; διαξύρησαι – οὐ διαξυρῶμαι Arr. Epiet. 1, 2, 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
prés. et ao. impér. διαξύρησαι;
se raser.
Étymologie: διά, ξυράω.

Greek (Liddell-Scott)

διαξῠράομαι: ξυρίζω ἐμαυτόν, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 2, 29.