διαπυριάομαι
English (LSJ)
Pass., to be thoroughly heated, Hp.Steril.234.
Spanish (DGE)
calentar completamente, fomentar en v. pas. καταχέειν ὕδωρ θερμὸν ... ὅκως διαπυριηθέωσιν Hp.Mul.2.145, cf. Steril.234.
Greek (Liddell-Scott)
διαπῠριάομαι: διαθερμαίνομαι, Ἱππ. 684. 54, ἐν τῷ παθ.