διαπόνως
French (Bailly abrégé)
adv.
très péniblement.
Étymologie: διάπονος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
διαπόνως: с трудом (δέχεσθαι τὰς μαθήσεις Plut.).
adv.
très péniblement.
Étymologie: διάπονος.
διαπόνως: с трудом (δέχεσθαι τὰς μαθήσεις Plut.).