-εως, ἡ, gloss on διαπορεία, Suid.
-εως, ἡtravesía glos. a διαπορεία Sud., Anecd.Ludw.207.5.
[Seite 597] ἡ, das Durchreisen, Suid.
διαπόρευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. διαπορεία.