διαρρέπω

English (LSJ)

oscillate: halt in one's gait, Hp.Art.55.

Spanish (DGE)

balancearse, ladearse ἐν τῇσι ὁδοιπορίῃσιν de una pers. coja, Hp.Art.55, cf. Gal.18(1).621.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρέπω: ταλαντεύομαι, γέρνω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, χωλαίνω βαδίζων, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.

Greek Monolingual

διαρρέπω (Α)
κουτσαίνω, χωλαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρρέπω [διά, ῥέπω] schommelen.

German (Pape)

hin- und herschwanken, wie die Wagschale, Hippocr.