διασηκόω

English (LSJ)

weigh, Suid. s.v. βαστάσας.

Spanish (DGE)

sopesar Sud.s.u. βαστάσας.

German (Pape)

[Seite 601] abwägen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

διασηκόω: ζυγίζω, δοκιμάζω τὸ βάρος (διὰ τῆς χειρός), Σουΐδ. ἐν λ. βαστάσας.