διασποράδην

German (Pape)

[Seite 603] zerstreut, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

διασποράδην: ἐπίρρ. διασκορπιστά, «σποραδικῶς», Κλήμ. Ἀλ. 348.

Spanish (DGE)

adv. aquí y allá, en forma dispersa Clem.Al.Strom.1.12.56.