διαστόμωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, expansion, Alex.Aphr.Pr.1.93.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dilatación del ano, Alex.Aphr.Pr.1.93.
Greek (Liddell-Scott)
διαστόμωσις: -εως, ἡ, διάνοιξις, Ἀλ. Ἀφροδ. Προβλ. 1.
German (Pape)
ἡ, Öffnung eines geschlossenen Teils, Sp.