διασφενδονάω

English (LSJ)

A scatter as by a sling, D.S.17.83:—Pass., διασφενδονῶμαι to be hurled from slings, Agath.3.25, 5.3; to be scattered in all directions, X.An. 4.2.3, Plu.Marc.15, D.C.56.14.
II dismember, Plu.Alex.43.

Spanish (DGE)

I tr.
1 lanzar con honda τὸ σῶμα κατὰ λεπτὸν συγκόψαντες τὰ μέλη διεσφενδόνησαν D.S.17.83
en v. pas. ser esparcido, salir disparado τῶν ἀνδρῶν ... διασφενδονηθέντων en un barco que choca, Plu.Marc.15, λίθοι διασφενδονώμενοι Agath.3.25.5.
2 desmembrar, descuartizar Βῆσσον ... εὑρὼν διεσφενδόνησεν Plu.Alex.43.
II intr. en v. med. διασφενδονῶμαι = esparcirse, dispersarse en todas direcciones ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους ... οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο X.An.4.2.3, cf. D.C.56.14.2.

German (Pape)

[Seite 605] auseinander schleudern, auseinander sprengen, λίθοι φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας διεσφενδονῶντο, flogen in Stücken auseinander, Xen. An. 4, 2, 3; vgl. Plut. Alex . 43; τά μέλη, D. Sic. 17, 83.

French (Bailly abrégé)

διασφενδονῶ :
atteindre avec des projectiles lancés de côté et d'autre par une fronde ; Pass. διασφενδονῶμαι = être atteint par une grêle de projectiles.
Étymologie: διά, σφενδονάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασφενδονάω in alle richtingen slingeren:; Βῆσσον... εὑρὼν διεσφενδόνησεν toen hij Bessos had gevonden liet hij hem in stukken snijden Plut. Alex. 43.6; pass. intrans.: οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο (voertuigen) die in volle vaart tegen de rotsen sloegen en uit elkaar spatten Xen. An. 4.2.3.

Russian (Dvoretsky)

διασφενδονάω:
1 разбрасывать (словно) пращой (μέλη Diod.);
2 разбивать или разрывать на части (τινα Plut.); pass. разбиваться вдребезги (λίθοι διεσφενδονῶντο Xen.).

Greek Monotonic

διασφενδονάω: μέλ. -ήσω, διασκορπίζω εκσφενδονίζοντας — Παθ., εκτινάσσομαι σε κομμάτια, σε τεμάχια, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διασφενδονάω: διασκορπίζω ἐκτινάσσων μακρὰν ὡς διὰ σφενδόνης, Διόδ. 17. 83. -Παθ., ἐκτινάσσομαι εἰς τεμάχια, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, Πλούτ. Μαρκέλλ. 15.

Middle Liddell

fut. ήσω
to scatter as by a sling:— Pass. to fly in pieces, Xen.