[Seite 605] ὁ, der Einen glücklich durchbringt; erst bei Sp.
διασώστης: -ου, ὁ, ὁ διατηρῶν τινα ἀκέραιον, ἀσφαλῆ ἐντελῶς, ἴδε Δουκάγγ.
ο (θηλ. διασώστρια, η) (Μ διασώστης, οθηλ. διασώστρια, η)αυτός που διασώζει, απαλλάσσει κάποιον από όλεθρο.