διασώχω
English (LSJ)
rub to pieces, Nic.Th.696 (tm.).
Spanish (DGE)
triturar, desmenuzar (tm.) σῶχε διὰ κνήστι σκελετὸν δάκος Nic.Th.696, cf. Sch.Nic.Th.695b.
German (Pape)
[Seite 605] zerreiben, Nic. Th. 696.
Greek (Liddell-Scott)
διασώχω: διὰ τῆς τριβῆς κατατρίβω τι, εἰς τρίμματα μεταβάλλω, Νίκ. Θ. 696.