διαταράττω
French (Bailly abrégé)
att. c. διαταράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαταράττω, andere dial. dan Att. διαταράσσω, in verwarring brengen.
German (Pape)
att. = διαταράσσω.
att. c. διαταράσσω.
διαταράττω, andere dial. dan Att. διαταράσσω, in verwarring brengen.
att. = διαταράσσω.