διατραγεῖν

English (LSJ)

v. διατρώγω.

Spanish (DGE)

v. διατρώγω.

Greek (Liddell-Scott)

διατρᾰγεῖν: ἴδε ἐν λ. διατρώγω.

Greek Monotonic

διατρᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του διατρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατραγεῖν inf. them. aor. act. van διατρώγω.