διαυγίζω

English (LSJ)

= διαυγάζω, Aq.Jb.25.5.

Spanish (DGE)

1 ser transparente ὑπόχλωρος καὶ διαυγίζουσα de un tipo de mirra, Orib.Syn.2.56.53.
2 en v. med. brillar οὐ διαυγισθήσεται prob. de la luna, Aq.Ib.25.5.

Greek Monolingual

διαυγίζω (Α)
διαυγάζω.