διαφραγμός

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
(formado para traducir lat. cancellum) cancel, celosía ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίου Lyd.Mag.3.37.