διαφρουρέω

English (LSJ)

to keep one's post: metaph., διαπεφρούρηται βίος A.Fr. 265.

German (Pape)

[Seite 612] einen Wachtposten bis ans Ende behaupten, übertr., διαπεφρούρηται βίος, Aesch. frg. 248.

Greek (Liddell-Scott)

διαφρουρέω: φυλάττω ὡς φρουρὸς τὴν θέσιν μου μέχρι τέλους, μεταφ., διαπεφρούρηται βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263.

Russian (Dvoretsky)

διαφρουρέω: нести стражу до конца: διαπεφρούρηται βίος Aesch. жизненная вахта окончена.