διβάρι

Greek Monolingual

το (Μ διβάριν και βιβάρι[ον])
ιχθυοτροφείο («το διβάρι της Πύλου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διβάρι(ν) ή βιβάρι(ον) < λατ. vivarium].