διείρηκα

English (LSJ)

v. διερῶ.

German (Pape)

[Seite 618] s. διερῶ.

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de *διέρω.

Russian (Dvoretsky)

διείρηκα: pf. к διαγορεύω или к διεῖπον.

Greek (Liddell-Scott)

διείρηκα: ἴδε ἐν λ. διερῶ· - διείρομαι, ἴδε ἐν λ. διέρομαι.

Greek Monotonic

διείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του δι-ερῶ, δι-εῖπον.