διεδρία

German (Pape)

[Seite 617] ἡ, Uneinigkeit, Gegensatz von συνεδρία, Ausdruck der Wahrsager, Arist. H. A. 9, 2.

Russian (Dvoretsky)

διεδρία:сидение врозь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

διεδρία: ἡ, τὸ καθῆσαι χωρίς, χωριστά· ἐπὶ πτηνῶν, ὧν ἡ τοιαύτη θέσις προεσήμαινεν ἀγῶνα καὶ ἔριν καὶ μάχην, ἀντίθ. τῷ συνεδρία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1, 10· πληθ. διεδρίαι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 13.

Greek Monolingual

διεδρία, η (Α) δίεδρος
(σε οιωνοσκοπία) το να κάθονται τα πουλιά χωριστά, πράγμα που οι μάντεις θεωρούσαν ως κακό σημάδι.