διεκδρομή

English (LSJ)

ἡ, darting forth, ἀστέρων Ptol.Tetr.102; passing through, Ezek.Exag.199 (pl.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 paso a través διεκδρομὰς ἔχοντες ἅρμασιν τόπους Ezech.199
de agua curso αἱ τῶν ῥείθρων διεκδρομαί Philost.HE 3.9, cf. Ps.Callisth.1.31.3
fig. del tiempo transcurso τῆς ἡμέρας Clem.Al.Paed.2.9.77, τῶν αἰτιῶν Vett.Val.198.16.
2 en cont. bélico incursión I.BI 1.349.

German (Pape)

[Seite 618] ἡ, Ausfall, Streifzug, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεκδρομή: ἡ, διάβασις, Κλήμ. 216, Πτολεμ. Τετρ. 102, 19, Ποιητ. παρ’ Εὐσ. Π. Ε. 444Β.