διεκθρῴσκω

English (LSJ)

aor. inf. -θορέειν, leap through, Oppian. H. 4.674.

Spanish (DGE)

precipitarse hacia afuera, escapar διεκθορέειν μεμαῶτες Opp.H.4.674, c. gen. ἄφνω δέ που διεκθρῴσκουσα τοῦ σκότους Clem.Al.Prot.2.25.3, cf. Meth.Symp.6.3.

Greek (Liddell-Scott)

διεκθρῴσκω: ἀπαρ. ἀορ. -θορέειν, πηδῶ διὰ μέσου, διεκπηδῶ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 674.

German (Pape)

(θρῴσκω), durch- und herausspringen, Sp. διεκθορέειν, aor., Opp. H. 4.674.