διεκμυζάω

English (LSJ)

suck out, Gp.7.15.2.

Spanish (DGE)

sorber διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός Gp.7.15.2
tb. en v. pas., Ps.Caes.76.8.

German (Pape)

[Seite 618] ganz aussaugen, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

διεκμυζάω: ἐκμυζῶ ἐντελῶς, Γεωπ. 7. 15, 2.