διεργάτινος
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, busy, laborious, παλάμαι IG12(2).129.7 (Mytilene).
Spanish (DGE)
-η, -ον
industrioso ταῦτα διεργατίναις παλάμαισιν ... τελέω IG 12(2).129.7 (Mitilene) (pero quizá l. δι' ἐργ-).
[ᾰ], η, ον, busy, laborious, παλάμαι IG12(2).129.7 (Mytilene).
-η, -ον
industrioso ταῦτα διεργατίναις παλάμαισιν ... τελέω IG 12(2).129.7 (Mitilene) (pero quizá l. δι' ἐργ-).