διερριμμένως

English (LSJ)

Adv. in a disjointed way, Plb.3.58.3.

Spanish (DGE)

adv. sobre part. perf. pas. de διαρρίπτω en forma dispersa ῥητέον δέ τι ... οὐκ ... δ. Plb.3.58.3, cf. Clem.Al.Strom.1.12.56, 7.18.110.

Greek (Liddell-Scott)

διερριμμένως: ἐπίρρ., ἐκ παρέργου, ἀμελῶς, «σκορπιστά», Λατ. sparsim, Πολύβ. 3. 58, 3.

Russian (Dvoretsky)

διερριμμένως: бессвязно (οὐ δ., ἀλλ᾽ ἐξ ἐπιστάσεως ῥητέον Polyb.).

German (Pape)

zerstreut hingeworfen, obenhin, ῥητέον Pol. 3.58.3.