διεσπουδασμένως

English (LSJ)

Adv. diligently, D.H.1.6 codd.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διασπουδάζω con cuidado D.H.1.6 (cód.).

Greek (Liddell-Scott)

διεσπουδασμένως: ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας καὶ φροντίδος, Διον. Ἁλ. 1. 6.

German (Pape)

sorgfältig, Dion.Hal. 1.18, neben ἀκριβῶς.