διηλλαγμένως

English (LSJ)

Adv. differently, Str.13.1.3, D.S.2.31.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διαλλάσσω de forma diferente τὰς λοιπὰς ... τορείας δ. ἐπετέλεσαν Aristeas 79, cf. D.S.2.31, Str.13.1.3.

Greek (Liddell-Scott)

διηλλαγμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ., διαφόρως, Στράβων 582, Διόδ. 2. 31.

Russian (Dvoretsky)

διηλλαγμένως: неравным образом, различно: δ. καὶ ποικίλως τοῖς τάχεσι χρῆσθαι Diod. двигаться с различными скоростями (о планетах).

German (Pape)

auf verschiedene Weise, Strab. XIII.582.