διηνεκίζω

Greek (Liddell-Scott)

διηνεκίζω: αἰωνίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμερ., σ. 26· πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 7.

Spanish (DGE)

ser eternocomo sinón. de αἰωνίζω Hdn.Epim.26.